- πυριαυγής
- -ές, Αβλ. πυραυγής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πυραυγής — και πυριαυγής, ές, Α λαμπρός, αυτός που λάμπει σαν τη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ* / πυρι + αυγής (< αὐγή), πρβλ. λυκ αυγής, φωτ αυγής] … Dictionary of Greek